- όνειαρ
- (I)ὄνειαρ και ὄνεαρ, τὸ (Α)1. οτιδήποτε αποφέρει όφελος, κέρδος2. τρόπος ή μέσο ενίσχυσης τών δυνάμεων, αναψυχή3. (για πρόσ.) (ιδίως για τη Δήμητρα) προστάτης, σωτήρας, βοηθός4. (ανώμ. στον πληθ.) τὰ ὀνείαταα) τρόφιμα, εδέσματαβ) πολύτιμα πράγματα, κειμήλια ή, κατ' άλλους, πλούσια δώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. *ὄνηαρ < *ὄνāFαρ < θ. ονā- τού ὀνίνημι*, με βράχυνση και μετρική έκταση (πρβλ. άλειαρ)].————————(II)ὄνειαρ, τὸ (ΑΜ)όνειρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. σχηματισμένος από τη λ. ὄνειρον, κατά το ὄνειαρ (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.